«Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι, κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα, για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια, μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά ! Τσεκούρι ! Τράβα !, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’το, και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα, για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.
Π’όλο την περιμένουμε και όλο κινάει για νάρθει, κι’όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.»
(Οι πατέρες- Κωστής Παλαμάς, απόσπασμα)
Η εκπαίδευση…
Αποτελούσε και αποτελεί «παραδοσιακά» το μέσο που έχει στα χέρια του το σύστημα (κυρίαρχοι-κράτος-καπιταλιστές-εξουσιαστές) για την αναπαραγωγή και τη διαιώνιση των σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Μία κατ’ εξοχήν ταξική διαδικασία μέσω της οποίας επιβάλλεται η κυρίαρχη ιδεολογία, αναπαράγοντας τα ιδεολογήματά της (π.χ. ρατσισμός – εθνικισμός) και προάγοντας ως βασικές αξίες την ιεραρχία, την πειθαρχία , την εξατομίκευση και τον ανταγωνισμό. Η διάρθρωση, λοιπόν, του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και πώς αυτό σχεδόν περιοδικά επιχειρείται να «αναδιαρθρωθεί», στοχεύουν κατά κύριο λόγο στην ενίσχυση της προσαρμοστικότητάς του με τις ανάγκες που επιτάσσει η αγορά εργασίας και η κατανάλωση. Αυτό είναι άλλωστε και το ευρωπαϊκό μοντέλο που έχουν σχεδιάσει και συμφωνήσει τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις διεθνείς συναντήσεις τους, όπως αυτές της Μπολόνια και της Πράγας. Έτσι τόσο η εντατικοποίηση των σπουδών με γνώμονα τις ανάγκες του κεφαλαίου, τα προγράμματα σπουδών και έρευνας για λογαριασμό κρατικών και ιδιωτικών εταιρειών, η απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία εν είδη πρακτικής άσκησης και ειδίκευσης, όσο και η εμπορευματοποίηση ενός μέρους της εκπαίδευσης αποτελούν, τουλάχιστον τα τελευταία 10 χρόνια, μια πραγματικότητα.
Οι μεταρρυθμίσεις…
Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται, τα τελευταία χρόνια, οι «μεταρρυθμίσεις» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, έχοντας ως βασικές τους αιχμές την κατάργηση του άρθρου 16 του συντάγματος, ώστε να κατοχυρωθούν θεσμικά οι ήδη υπάρχουσες πολυεθνικές «βιομηχανίες γνώσης» και φυσικά να ανοίξει ολοκληρωτικά αυτή η αγορά, και το νέο νόμο πλαίσιο με τον οποίο επανακαθορίζεται ο τρόπος λειτουργίας και διοίκησης των πανεπιστημίων καθ’ ομοίωση, ουσιαστικά, των σημερινών ιδιωτικών. Πρόκειται για νόμους που εκτός του καθορισμού ανώτατου χρόνου σπουδών για τους φοιτητές και την θέσπιση θέσης οικονομικού επόπτη σε κάθε ΑΕΙ-ΤΕΙ, την ολοένα και φθίνουσα εκπροσώπηση των φοιτητών, καθώς και την «επιτακτική» πλέον κατάργηση-συνένωση , έχουν ως βασικό τους σημείο την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Μία επιδίωξη που δε στρέφεται φυσικά ενάντια στις ακαδημαϊκές ελευθερίες, αλλά στοχεύει ξεκάθαρα στους ριζοσπαστικούς και νεολαιίστικους κινηματικούς αγώνες, αλλά και στους ευρύτερους κοινωνικούς-ταξικούς, που για δεκαετίες είχαν ως σημεία αναφοράς τους πανεπιστημιακούς χώρους.
Στοχοθετώντας..
Είναι ξεκάθαρο λοιπόν πως αυτό που ονομάζεται τα τελευταία χρόνια «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν προωθείται από κάποια συγκεκριμένη κυβέρνηση, αλλά από τον μηχανισμό του Κράτους ως διεκπεραιωτή των σχεδιασμών του Κεφαλαίου. Οι νόμοι αυτοί δεν είναι δημιουργήματα κάποιου υπουργού παιδείας, ούτε των εκάστοτε κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας.
Παράλληλα με την εργασία…
Η εκπαιδευτική διαδικασία -που λειτουργεί άλλωστε και ως προπαρασκευαστικό στάδιο της αγοράς εργασίας, συνδέεται άμεσα και κινείται παράλληλα με τις συνεχείς αναδιαρθρώσεις στην εργασία. Αναδιαρθρώσεις που στόχο έχουν την εντατικοποίηση της εργασίας, δηλαδή την υπερεκμετάλλευση μεγάλων κοινωνικών κομματιών προς όφελος των αφεντικών, και εκφράζονται με την ελαστικοποίηση, την επισφάλεια, τη «μαύρη» εργασία, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κτλ. Συνθήκες που συντελούν στη δημιουργία ενός ολοένα και ασφυκτικότερου περιβάλλοντος όπου κυριαρχεί η συνεχής ένταση των όρων εκμετάλλευσης και ο εκβιασμός της επιβίωσης με τη μισθωτή σκλαβιά. Αυτό είναι και το πανευρωπαϊκό πρότυπο εργασίας, κατ’ αντιστοιχία του εκπαιδευτικού, που επιδιώκουν τα αφεντικά στο όνομα της «ανάπτυξης» και της «ανταγωνιστικότητας», τόσο των επιμέρους εθνικών οικονομιών, όσο και της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς.
Αμφισβητώντας…
Συνεπώς πρέπει να θέσουμε υπό αμφισβήτηση το περιεχόμενο των σπουδών μας, την ίδια μας την ιδιότητα ως φοιτητές. Αμφισβητώντας τις γνώσεις που μας παρέχονται, αμφισβητούμε άμεσα το ίδιο το σύστημα που χρειάζεται τέτοιες γνώσεις. Πρέπει επιτέλους να δούμε τι είναι το ίδιο το κρατικό πανεπιστήμιο το οποίο υπερασπιζόμαστε, ποιος είναι ο ρόλος του μέσα στην κοινωνία. Οι ταξικοί φραγμοί στο πανεπιστήμιο είναι φανεροί χωρίς την ανάγκη οποιασδήποτε μεταρρύθμισης, ο ρόλος του στην αναπαραγωγή των ιεραρχικών σχέσεων εκμεταλλευτή-εκμεταλλευόμενου και την συντήρηση της κυρίαρχης ιδεολογίας ξεκάθαρος. Το πανεπιστήμιο δημιουργήθηκε ως ένα μέσο για να προσφέρει την ευκαιρία σε μερικούς «εκλεκτούς» να ανέβουν στην κοινωνική ιεραρχία. Με το άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε τόσους πολλούς, ο αρχικός σκοπός έγινε αδύνατος και οι «αναδιαρθρώσεις» που όλοι πολεμάμε προσπαθούν να επαναφέρουν το πανεπιστήμιο στους πρωταρχικούς του στόχους.
Ακόμη και τα κινήματα…
Όμως εξίσου σημαντική με τον πολιτικό λόγο της φοιτητικής κοινότητας είναι η οργάνωσή και η δράση της. Μέχρι σήμερα το κίνημα χειραγωγείται, πολλές φορές ξεδιάντροπα, από τα συνδικαλιστικά ιερατεία και τις κομματικές γραφειοκρατίες, παρ’ όλες τις «αμεσοδημοκρατικές» φανφάρες. Στις «ανοικτές» συντονιστικές επιτροπές των καταλήψεων και στα κατά τόπους συντονιστικά, η φωνή των ανεξάρτητων και των ανένταχτων αγνοείται, πολλές φορές επιδεικτικά, γιατί απλά «δεν έχουν τους συσχετισμούς». Συσχετισμούς που βρωμοκοπούν από τα σαπισμένα κατάλοιπα ξεπερασμένων ιδεολογιών. Όσες ιδέες ξεπερνούν την μικροκομματική σκοπιμότητα και την νομιμοφροσύνη των φοιτητοπατέρων, θάβονται κάτω από τον αβάσταχτο φόβο τους ότι θα χάσουν τον έλεγχο του κινήματος. Οι μορφές πάλης, τα συνθήματα και τα προτάγματα του κινήματος επιλέχθηκαν από πριν για το ίδιο το κίνημα και ως σήμερα δυστυχώς δεν τα έχει απορρίψει, ούτε καν τα έχει αμφισβητήσει (παρά μόνο σε λίγες και παροδικές στιγμές). Υιοθετήσαμε την ιδέα της νομιμότητας που μας έχει επιβληθεί, είδαμε τους εαυτούς μας από την μεριά του Κράτους. Άδειες κουβέντες, «εδώ θα γίνει της Γαλλίας», «θα γίνει χαμός, θα γίνει πανικός» και λοιποί λεονταρισμοί. Η απόλυτη ανακολουθία λόγου και πράξης, το αιώνιο σύμπτωμα των ιδεολόγων.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ
Αναγνωρίζοντας όλες τις παραπάνω προβληματικές, καταλήξαμε στο να ξεφύγουμε από τη μεμψιμοιρία και την ηττοπάθεια και να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Τον προηγούμενο καιρό, υπήρχαν δράσεις μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων που κατέληξαν βραχύβιες, για να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένα ζητήματα που προέκυπταν στο πανεπιστήμιο, όμως καταλάβαμε πως έτσι δεν είναι δυνατή η συσπείρωση ατόμων με κοινές ανησυχίες προς μια στοχοθεσία, καθώς δεν υπήρχε κάποια συνεχής πολιτική παρέμβαση. Για αυτούς τους λόγους, καταλήξαμε στη σύσταση μιας συγκεκριμένης πολιτικής ομάδας, με συνέχεια στο χρόνο και συνέπεια, με ορισμένα χαρακτηριστικά και στόχους. Θεωρούμε πως μέσα από συλλογικές διαδικασίες η παρέμβαση θα είναι πιο ουσιαστική και αποτελεσματική. Με κύριο χαρακτηριστικό τη συνδιαμόρφωση, αποσκοπούμε στη λήψη αποφάσεων με ομοφωνία, χωρίς την επικράτηση κάποιων απόψεων έναντι άλλων. Αποσκοπούμε στην παραγωγή πολιτικού λόγου ο οποίος θα εκφράζει κάθε μέλος της ομάδας, και στην εξάλειψη της λογικής της ανάθεσης. Μέσα στα πλαίσια της αυτό-οργάνωσης, δεν ετεροκαθοριζόμαστε, δεν ακλουθούμε γραμμή από τα πάνω, ούτε αποφασίζουμε για άλλους. Θεωρούμε την ομάδα αυτή κομμάτι του αγωνιστικού κινήματος, της κοινωνίας και όχι μόνο-ξεκομμένα του φοιτητικού- και σε καμία περίπτωση δεν θεωρούμε πως αποτελούμε την πρωτοπορία αυτού. Δεν θεωρούμε πως έχουμε την απόλυτη απάντηση για όλα. Έχουμε απλώς μια διαφορετική προσέγγιση από τα προϋπάρχοντα εγχειρήματα. Θέτουμε τα πάντα υπό διαρκή αμφισβήτηση γιατί οι κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις αλλάζουν και μαζί με αυτές ή και ξέχωρα από αυτές μεταβάλλεται και ο τρόπος που βλέπουμε και κρίνουμε τα πράγματα. Δεν υπάρχει μια σταθερή συνταγή, κάποια ορισμένα σταδία που θα οδηγήσουν στην πραγμάτωση των επιθυμιών μας.
Οι γενικότεροι στόχοι που έχουμε θέσει γύρω από τους οποίους θα κινούνται οι δράσεις μας μες στο πανεπιστήμιο είναι η αντί-πληροφόρηση, ο συνδικαλισμός μέσα από τις υπάρχουσες δομές του πανεπιστημίου ή και μέσω αντιθεσμών, η προσπάθεια εξεύρεσης συλλογικής λύσης για τα καθημερινά προβλήματά μας ως φοιτητές και η προσπάθεια σύνδεσης του πανεπιστήμιου με την υπόλοιπη κοινωνία, τα οποία αναλύονται παρακάτω.
ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Όντας μέλη μιας ομάδας η οποία θέλει να αποτελέσει ένα ζωντανό μόρφωμα μες στους κόλπους του πανεπιστημίου που είτε θα συμμετέχει ενεργά στα φοιτητικά κινήματα που θα ξεπηδήσουν, είτε θα προσπαθεί να τα πυροδοτήσει, δεν μπορούμε να νοήσουμε την δράση μας έξω από τα όρια της ίδιας της κοινωνίας. Είμαστε άτομα του πανεπιστήμιου, ζούμε και δρούμε μέσα στους χώρους του και επομένως αφιερώνουμε σε αυτούς το μεγαλύτερο τμήμα της δράσης μας αλλά τα ευρύτερα προτάγματά μας αφορούν ολόκληρη την κοινωνία, τη δομή της, τον τρόπο λειτουργίας της. Το πανεπιστήμιο για το οποίο παλεύουμε δεν μπορεί να διαχωριστεί από την νέα κοινωνία την οποία διεκδικούμε. Την κοινωνία που διεκδικούμε συμμετέχοντας στους αγώνες που γίνονται και εκτός σχολής.
Γι’ αυτό το λόγο θέλουμε οι αγώνες που γίνονται μες στο πανεπιστήμιο να συνδεθούν με αυτούς του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και αυτός είναι και ένας από τους κύριους στόχους που έχουμε θέσει σαν ομάδα:
Προσπαθούμε από τη μία να ενεργοποιήσουμε τον φοιτητικό κόσμο ώστε να συμμετέχει ενεργά στις γενικότερες κινητοποιήσεις πέρα από αυτές που αφορούν διεκδικήσεις για τον κλάδο του. Αυτό γιατί αναγνωρίζουμε ότι στη δεδομένη συγκύρια οι απλές συντεχνιακές διεκδικήσεις αποκομμένες από ένα συνολικότερο πρόταγμα είναι άκαιρες και εγωιστικές τη στιγμή που τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας φτωχοποιούνται και οδηγούνται στην εξαθλίωση.
Ταυτόχρονα μέσα από τον λόγο που παράγουμε επιδιώκουμε όλα τα τμήματα που συνθέτουν το ανατρεπτικό κίνημα σήμερα να συνειδητοποιήσουν το πόσο μπορούν οι χώροι και οι υπάρχουσες δομές μες στο πανεπιστήμιο να συμβάλλουν ως κέντρα αγώνα ολόκληρης της κοινωνίας.
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Η κατάσταση όπως την ξέρουμε σήμερα με τον τυπικό συνδικαλισμό και τις παρατάξεις, αποτυγχάνει να ικανοποιήσει τις ανάγκες κάποιου που θέλει να αγωνιστεί στα κοινωνικά-φοιτητικά κινήματα αλλά και πάνω στα ζητήματα του πανεπιστήμιου.
Οι δύο κυρίαρχες πανελλαδικά παρατάξεις ,που προσπαθούν να διαχειριστούν το πανεπιστήμιο σαν μικρομάγαζο, ακόμα και σε αυτές τις μέρες μερικοί πλέον με προσωπείο αγωνιστών(ΠΑΣΠ) εκφυλίζουν την πολιτική ,προσπαθώντας να μαζέψουν τα σπασμένα των κομμάτων τους για να μην χάσουν και αυτές με τη σειρά τους τον όποιο ρόλο είχαν στην λειτουργία του πανεπιστημίου. Συνεχίζουν με χυδαίες κινήσεις εντυπωσιασμού να προσπαθούν να προσελκύσουν φοιτητές διαιωνίζοντας μεταξύ άλλων σεξιστικά και εξουσιαστικά ιδεώδη. Ως εκπρόσωποι της κυρίαρχης ιδεολογίας , προσδοκούν την κοινωνική και εργασιακή ανέλιξη, βασιζόμενοι στον ατομικισμό και αδιαφορώντας για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούν με κάθε μέσο να ενδυναμώσουν τα κόμματα τους και ό,τι αυτά πρεσβεύουν .Τέλος σίγουρα έχουμε διαπιστώσει όλοι περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας με σκοπό να επιταχύνουν και να διευκολύνουν το πέρασμα των μελών τους από το πανεπιστήμιο. Περαιτέρω σχολιασμός για αυτές τις παρατάξεις θεωρούμε ότι είναι χάσιμο χρόνου.
Πέρα από αυτές, υπάρχουν και άλλες παρατάξεις με αισθητή παρουσία, κυρίως της αριστεράς. Ωστόσο υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της, το οποίο θεωρεί ότι μόνο αυτό μπορεί να κρατεί τα ηνία των κοινωνικών αγώνων αποκλείοντας έτσι τη συμπόρευση με άλλες παρατάξεις-συλλογικότητες. Αυτό το κομμάτι προσπαθεί να υπονομεύσει εγχειρήματα που δεν πηγάζουν από το ίδιο, εφαρμόζοντας τακτικές που σίγουρα δεν αντιπροσωπεύουν ριζοσπαστικές πτυχές της κοινωνίας.(ΜΑΣ-ΚΝΕ)Από την άλλη η υπόλοιπη αριστερά ναι μεν συμμετέχει στα κινήματα αλλά με τη στάση της ότι γνωρίζει τους σωστούς τρόπους και στόχους, προσπαθεί έμμεσα η άμεσα να κηδεμονεύσει τους αγώνες και να επιβάλλει τα δικά της στεγανά με αποτέλεσμα να τους φρενάρει. Ενισχύοντας το σκεπτικό της ανάθεσης θέλει να πρωτοστατήσει στα κοινά με σκοπό μεταξύ άλλων το ψάρεμα ψήφου είτε τα μικροπολιτικά συμφέροντα. Πιάνοντας επιφανειακά τα ζητήματα, διεκδικεί πίσω μόνο τα χαμένα χωρίς να θέτει μακροπρόθεσμους στόχους και χωρίς να προσπαθεί να δημιουργήσει δομές που θα ξεπεράσουν το παρελθόν. Έχοντας πλέον αλλοτριωθεί από την ιδεολογική καθαρότητα (ταμπελολατρεία, δογματισμός) δεν μπορούν να θέσουν τον εαυτό τους και τις ιδέες τους υπό διαμόρφωση. Μερικοί θέλοντας να ενισχύσουν την παράταξη τους και άλλοι θεωρώντας ότι μέσα από μια θεσούλα στο ΔΣ μπορούν να κάνουν κάτι ‘επαναστατικό’ είναι διατεθειμένοι, αγνοώντας ακόμα και τα σημαντικά θέματα της επικαιρότητας, να τα θυσιάσουν όλα στο βωμό των εκλογών. Έχοντας θεοποιήσει τους νόμιμους* θεσμούς που ήδη υπάρχουν, πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος να φτάσουν τους στόχους τους είναι μέσα από αυτούς και από ‘τυπικά’ οργανωμένες διαδικασίες, ενώ καταγγέλλουν κάθε αντιθεσμική και πραγματικά πρωτοποριακή δράση. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι παρόλο που θεωρούμε τις ιδέες και τις πρακτικές τους ξεπερασμένες το κομμάτι της βάσης τους που είναι και το μεγαλύτερο συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στις φοιτητικές κινηματικές ή μη διαδικασίες.
Η δυσλειτουργία των γενικών συνελεύσεων, οφείλεται τόσο στις καταστάσεις που αναλύονται παραπάνω όσο και στη μη μαζικότητα τους (προϊόν απουσίας και αδιαφορίας του μεγαλυτέρου κομματιού των φοιτητών). Η διάρθρωση στις συνελεύσεις δεν επιτρέπει την συμμετοχή και την τοποθέτηση ανένταχτων φοιτητών, αφού μονοπωλείται η διαδικασία από τους παραταξιακούς και οι υπόλοιποι δεν έχουν τους ‘’συσχετισμούς’’. Επίσης υπάρχει και μια μερίδα φοιτητών που θεωρεί τον εαυτό της μέλος της επιστημονικής ελίτ. Όπως αναφέρει και το καταστατικό της ΕΦΕΕ, το οποίο δανείζονται στο προοίμιο του καταστατικού τους πολλοί σύλλογοι, «ο φοιτητής είναι νέος, εργαζόμενος, διανοούμενος». Έτσι οι «διανοούμενοι» φοιτητές κολυμπούν μέσα στην λαμπερή γυάλα της υπεροψίας τους, διεκδικώντας τίτλους και ρόλους για να γεμίσουν την κενότητα τους.
Τέλος, όπως έχουμε ξαναπεί, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει ένας τρόπος και ότι αυτός είναι ο σωστός αλλά καλούμε τον οποιονδήποτε σε συνδιαμόρφωση επί ίσοις όροις αρκεί να σεβαστεί την αυτό-οργάνωση. Σκοπός του συνδικαλισμού μας είναι να πληροφορούμε για τα ζητήματα του πανεπιστήμιου και της κοινωνίας, ώστε να ωθήσουμε τον καθένα να συμμετέχει με τον λόγο και την δράση του μέσα στις αγωνιστικές διαδικασίες με σκοπό την αλλαγή ή τον επαναπροσδιορισμό των θεσμών του πανεπιστήμιου και την βελτίωση της επιβίωσης και της παιδείας του. Η θέση μας δεν μπορεί να είναι προκαθορισμένη. Στα πλαίσια της διαρκούς αμφισβήτησης κάθε φορά αναλύουμε τη συγκύρια που επικρατεί και πράττουμε ανάλογα, μέσα στις γενικές συνελεύσεις, στα ζητήματα των εργαζομένων του πανεπιστήμιου, στα φοιτητικά κινήματα.
*Το ζήτημα της νομιμότητας υπήρχε ανέκαθεν στους αγώνες. Εμάς δεν μας απασχολεί η νομιμότητα αυτή κάθε αυτή, αλλά η μαζικότητα που έχουν τα κινήματα και η αποφασιστικότητα των συμμετεχόντων. Γνωρίζουμε καλά ότι οι νόμοι φτιάχνονται για να εξυπηρετούν αυτούς που τους θεσπίζουν.
ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ
Κατανοούμε όμως ότι ούτε εμείς είμαστε άμοιροι ευθυνών. Είμαστε ομάδα ατόμων ενός ευρύτερου συνόλου που βλέπουμε τους εαυτούς μας ως κομμάτι του κινήματος και όχι ως πρωτοπορία και χρησιμοποιούσαμε και χρησιμοποιούμε την αυτό-οργάνωση και την συνδιαμόρφωση, προάγοντας την αλληλεγγύη. Δεν βρίσκουμε προβληματικές στις παραπάνω δομές, αλλά όντας ενταγμένοι στην κοινωνία και αλλοτριωμένοι από αυτήν, αναγνωρίζουμε ότι δε λειτουργούμε εναρμονισμένα με αυτές.
Οι θεσμικές διαδικασίες των συλλόγων, μέσω των οποίων υποτίθεται ότι εκφραζόμαστε ως φοιτητές, απέχουν πολύ από μια λειτουργική διαδικασία, αλλά φέρουμε ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την δυσλειτουργία τους. Η απουσία μας από αυτές δίνουν σε οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις την δυνατότητα να ελέγχουν και να κατευθύνουν ή να καταστέλλουν τις αγωνιστικές διαθέσεις. Ένα βασικό μειονέκτημα, είναι ότι η συμμετοχή μας στην λήψη αποφάσεων δεν συνάδει τελικά με την εφαρμογή τους, ακριβώς επειδή η ανάθεση μετατρέπεται και σε δικό μας χαρακτηριστικό. Η έλλειψη ζύμωσης και ποικιλίας πολιτικού λόγου στα συλλογικά όργανα, μας οδηγούν σε συναισθηματική υποστήριξη των αποφάσεων και όχι πολιτική. Η αντίληψη των προβληματικών των διαδικασιών αντί να οδηγεί σε μια συνεχή και οργανωμένη προσπάθεια βελτίωσής τους καταλήγει στην απαξίωσή τους, δημιουργώντας ένα αίσθημα απογοήτευσης και αποποίησης ευθυνών.
Η διαπίστωση και η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της καθημερινότητάς μας οδηγεί στην δημιουργία πολλών πρωτοβουλιών και εγχειρημάτων προς αυτή την κατεύθυνση που σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν πετύχει. Οι πρωτοβουλιακές δράσεις πρέπει να συλλογικοποιηθούν ώστε να μην δρουν σαν πυροτέχνημα, δηλαδή να καίνε για λίγο όμορφα και μετά να σβήνουν, αλλά να διατηρούνται με ουσιαστικό πολιτικό υπόβαθρο. Πέρα από την όποια καταστολή ασκείται, άλλα αίτια αυτής της αποτυχίας έχουν να κάνουν με τα άτομα που συμμετέχουν σ’ αυτά. Η ανευθυνότητα, ο αποκλεισμός των ατόμων σε ιδεολογικά στεγανά με αποτέλεσμα την φοβία για οποιαδήποτε μορφή οργάνωσης και η έλλειψη αφοσίωσης, στοχοθεσίας και ιεράρχησης την κάθε στιγμή των επιμέρους στόχων, επηρεάζουν αρνητικά τον τρόπο λειτουργίας των συνελεύσεων μας, αποκλείοντας έτσι την συμμετοχή σε άλλους καθώς προκαλούν και δυσχέρεια στην υλοποίηση των αποφάσεων και τον συντονισμό των διαφορετικών εγχειρημάτων. Απώτερο αίτιο της μη προσήλωσης στα εγχειρήματα είναι η αδυναμία διατάραξης της κανονικότητας της ζωής του καθενός μας γιατί δεν είμαστε πεπεισμένοι για την αναγκαιότητα τους. Γνωρίζοντας ότι οι συνθήκες και τα γεγονότα μεταβάλλονται συνεχώς δεν υπήρξε μια συλλογικότητα η οποία θα έχει θέσει ξεκάθαρους και ολοκληρωμένους στόχους. Αποτέλεσμα αυτού είναι αφενός να μην υπάρχει ιεράρχηση της σημασίας των καταστάσεων και αφετέρου να μη προβάλλεται μια ολιστική αντιπρόταση, παρά μόνο αντίδραση.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ
Κάθε ένας από μας επηρεάζεται σίγουρα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τις οικονομικές και πολιτικές καταστάσεις που επικρατούν και οι οποίες αναδιατάσσουν συνεχώς τον κοινωνικό ιστό. Θα πρέπει όμως να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα. Η προέλευση αυτών των καταστάσεων, οι στοχοποιήσεις και τα μέσα επίτευξης των στόχων δεν είναι τίποτα παραπάνω από πολιτικά παιχνίδια του συστήματος, τα οποία παίζονται εδώ και πολλά χρόνια εις βάρος του μεγαλύτερου κομματιού της κοινωνίας.
Αρχικά, οι δυνάμεις εξουσίας και ο θεμελιακός κοινωνικός διαχωρισμός εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή προέλευσης των σημερινών καταστάσεων. Ένα αριθμητικά μικρό σύνολο ατόμων, τα οποία εξουσιάζουν και διαμορφώνουν τις οικονομικές καταστάσεις, θυσιάζοντας τα πάντα στο βωμό του κέρδους. Ελέγχοντας την παραγωγή, αυξομειώνοντας κόστος και κέρδος σύμφωνα με τα δικά τους πλήρως καπιταλιστικά πλάνα, εξαθλιώνοντας οικονομικά το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, ενισχύοντας την αστική τάξη, και καταστέλλοντας κάθε είδους αντίδραση, καταφέρνουν να δημιουργούν συνθήκες εξαθλίωσης για τον λαό και ευημερίας για τους ίδιους.
Τέτοια δημιουργήματα είναι και οι οικονομικές κρίσεις. Δεν αποτελούν πάντοτε προϊόντα λανθασμένων οικονομικών χειρισμών, αλλά καταστάσεις οι οποίες εφαρμόζονται με σκοπό την εξαθλίωση της κοινωνίας και την επίτευξη ενός στενού και απόλυτου οικονομικού ελέγχου. Οι χώρες ανά τον κόσμο που είχαν, έχουν και θα έχουν κρίση αποτελούν τα εξιλαστήρια θύματα, ώστε να υπάρξουν κάποιες εναλλαγές οι οποίες θα επαναφέρουν τις ισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία και θα δυναμώσουν τους πρεσβευτές του κεφαλαίου, οι οποιοί κινούν τα νήματα. Δεν πρόκειται για σημάδια των καιρών, πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, στον οποίο ο καπιταλισμός συνεχώς πεθαίνει και ανασταίνεται, αποδεικνύοντας τη δύναμή του αλλά κάνοντας και ξεκάθαρο το ποιος είναι ο κοινωνικός εχθρός.
Πέρα όμως από το οικονομικό κομμάτι, η εξουσιαστική αυτή μειονότητα γνωρίζει πώς να πλήττει και νοητικά το άτομο, καθώς η πνευματική επίθεση που δεχόμαστε είναι πολλάκις χειρότερη, ακατάπαυστη και όχι εύκολα αντιληπτή.
Στον τομέα της παιδείας, αυτοσκοπός έχει γίνει πλέον η βαθμοθηρία, μέσω του ατομικισμού και της ανταγωνιστικότητας, με αποτέλεσμα κάθε ίχνος ουσιαστικής παιδείας, που σαν σκοπό θα είχε την δημιουργία ατόμου με ολοκληρωμένη κριτική σκέψη και ουσιαστική αντίληψη των πραγμάτων, να έχει εξαφανιστεί και την θέση της να έχει πάρει η στείρα θεσμική μάθηση και η αντιζηλία. Βέβαια αυτά τα φαινόμενα δεν συναντιούνται μόνο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά και στο πανεπιστήμιο, τον χώρο στον οποίο τα συναντάμε σε συνδυασμό με την τεχνοκρατική μάθηση και τον ελιτισμό. Από τη μία βλέπουμε ότι προσφέρεται η απαραίτητη γνώση η οποία θα βοηθήσει πλήρως στην αλλαγή του ανθρώπου σε εργαζόμενο αφοσιωμένο στα εργασιακά του καθήκοντα, ενώ από την άλλη παρατηρούμε την απόλυτη αντίφαση, αυτή της κοινωνικής ελίτ που δημιουργείται από τους ανθρώπους που επέλεξαν να εντρυφήσουν στο αντικείμενο τους κάπως παραπάνω που και πάλι καταλήγουν να εξυπηρετούν τα συμφέροντα του συστήματος αλλά από ανώτερο πόστο.
‘Όμως οι θεσμοί της παιδείας δεν είναι οι μόνοι που δέχονται πνευματική επίθεση. Οι εργασιακοί χώροι, πέρα από την οικονομική εξαθλίωση που έχουν υποστεί, χτυπιούνται και σε άλλα μέτωπα. Ο τομέας της εργασίας έχει μεταμορφωθεί σε ένα μέσο τρομοκρατίας προς τον λαό, καθώς η εύρεση θέσης εργασίας θεωρείται λάφυρο αλλά και η απώλεια της τιμωρία. Επίσης αποτελεί τον μόνο τομέα στον οποίο εμφανώς συναντάμε την ύπαρξη ενός «αφεντικού» και το ρόλο του, καθώς και την καθοδική ή ανοδική ανέλιξη του εργαζομένου, έχοντας σαν κριτήρια μόνο την ικανότητα παραγωγής και το επίπεδο κάρπωσής της από τα αφεντικά. Επιπλέον, αποτελεί και τον χώρο στον οποίο ο συνδικαλισμός χωλαίνει, καθώς περιορίζεται μόνο στις ζωτικές οικονομικές ανάγκες του εργαζομένου και αδιαφορεί για τις κοινωνικές συνθήκες, ενώ πολλές φορές είναι ξεκάθαρα καθοδηγούμενος από συστηματικούς εκπροσώπους , που ρόλους τους είναι η θεσμικά και μόνο απαιτούμενη παρουσία τους και στόχος τους η προσωπική οικονομική ευημερία και η ταξική ανέλιξη.
Όλα αυτά τα δεδομένα συντελούν στη δημιουργία ανθρώπων-προβάτων, τα οποία θα έχουν θέσει σαν σκοπό ζωής τα καπιταλιστικά προτάγματα, ή αλλιώς το αμερικάνικο όνειρο, και δεν θα έχουν την παραμικρή επιθυμία να ανατρέψουν το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό. Όμως αυτός ο φόβος που έμμεσα και έντεχνα οι εξουσιαστές τοποθετούν μέσα μας δεν είναι το μόνο τους επίτευγμα. Πάνω απ’ όλα, διαχωρίζοντας την κοινωνία σε ομάδες με ηλικιακά και οικονομικά κριτήρια και πλήττοντας κάθε μία ομάδα ξεχωριστά, απομονώνονται οι αντιδράσεις. Έτσι δημιουργείται ένα τεράστιο κοινωνικό ρήγμα, τα μέλη του οποίου θεωρούν πως έχουν κοινές ανάγκες μόνο με τον συνομήλικο ομότεχνό τους, με αποτέλεσμα να αποσπούνται από τον καθημερινό κοινωνικό αγώνα και να ανοίγουν επιμέρους μέτωπα αντίδρασης, τα οποία είναι ισχυρά αλλά δυστυχώς δεν είναι διαρκή. Γι’ αυτό το λόγο το σύστημα καταφέρνει να εξατομικεύει όχι μόνο τις ανάγκες και τις οικονομικές συνθήκες, αλλά και τις αντιδράσεις.
Τέλος, η κατάσταση επιβαρύνεται και από την ίδια την κοινωνία, καθώς απουσιάζει η θέληση για εγχειρήματα αλληλεγγύης και στη θέση της παρουσιάζεται μια ανάγκη ανάθεσης, χειραγώγησης και καθοδήγησης. Κλεισμένος καθένας στα δημοκρατικά πολιτικά στεγανά, γίνεται έρμαιο των κομματικών ορέξεων απ’ όπου και αν προέρχονται και επιλέγοντας στην ουσία το ποιος θα τον εξουσιάσει καλύτερα, θεωρεί πως πράττει τα «εκλογικά του καθήκοντα».
Γενικότερα η κοινωνική αλλαγή προϋποθέτει πρώτα μια ατομική αλλαγή στο επίπεδο συνειδητοποίησης ρόλων και αναγκών. Έτσι, μόνο αν κατανοήσουμε την πραγματικό μας κοινωνικό ρόλο, ο οποίος εναντιώνεται σε κάθε εξουσιαστική σχέση και απαρνιέται κάθε κατηγοριοποίηση που θέλει το σύστημα για μας, θα δημιουργήσουμε το αντιδραστικό ρήγμα το οποίο θα επιφέρει ανακατασκευή των κοινωνικών σχέσεων και δεδομένων.
ΤΕΛΟΣ