Ταξιδεύοντας προς τον “Ευρωπαϊκό παράδεισο”

Ταξιδεύοντας προς τον «ευρωπαϊκό παράδεισο»

Τα πρόσφατα ναυάγια μεταναστών σε Γαύδο, Ρόδο και Μυτιλήνη αποτελούν κομμάτι μιας ευρύτερης πραγματικότητας, παγιωμένης στη Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια. Η Μεσόγειος, λόγω γεωγραφικής θέσης, αποτελούσε και αποτελεί το σταυροδρόμι και το πέρασμα για την Ευρώπη. Εκτός όμως από πέρασμα, σήμερα αποτελεί και φρούριο, με την Frontex (στρατός της ΕΕ) να περιπολεί και να ελέγχει τις χερσαίες και θαλάσσιες διόδους, με κύριο στόχο την «αναχαίτιση» των μεταναστευτικών ροών. Άνθρωποι από χώρες της ανατολής και του νότου επιλέγουν να διασχίσουν τα θαλάσσια και χερσαία σύνορα είτε κυνηγημένοι από τις συνθήκες εξαθλίωσης που έχουν να αντιμετωπίσουν στις χώρες προέλευσής τους είτε αναζητώντας ένα διαφορετικό μέλλον σε μια από τις «πολιτισμένες» χώρες της Δύσης.
Οι διαρκείς πόλεμοι, ο στρατιωτικός (ΝΑΤΟ) και οικονομικός ιμπεριαλισμός και παρεμβατισμός των καπιταλιστικών κρατών, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, η θρησκευτική –και όχι μόνο- βία και η φτώχεια  που βιώνουν οι κάτοικοι των χωρών αυτών τους ωθεί στο να πάρουν το ρίσκο του ταξιδιού προς τον «ευρωπαϊκό παράδεισο». Έτσι, δίνοντας υπέρογκα ποσά σε διακινητές (ποσά τα οποία στα σύνορα μοιράζονται μεταξύ διακινητών, μπάτσων, εισαγγελέων, συνοριοφυλάκων και άλλων που επωφελούνται της κατάστασης) ελπίζουν να βρεθούν στις ακτές των νότιων ευρωπαϊκών χωρών. Στην περίπτωση που καταφέρουν να ολοκληρώσουν το «ταξίδι» τους αυτό, έρχονται πια αντιμέτωποι με τη ρατσιστική μεταναστευτική πολιτική της Ευρώπης- Φρούριο.

«Τη χωρά αυτή θα τη γνωρίσεις καλά μόνο αν καταφέρεις να περάσεις το φράχτη στον Έβρο, μόνο αν δεν πνιγείς κάπου στο Αιγαίο.»
Τα σύνορα όμως της Ελλάδας (ως πύλη εισόδου στην Ε.Ε)  δεν βρίσκονται μονάχα στον Έβρο, το Αιγαίο και τα λοιπά εδαφικά της όρια. Για τους μετανάστες, τα σύνορα αυτά απλώνονται σε ολόκληρη την επικράτεια του ελληνικού κράτους και αποτελούν φραγμούς που ποτέ δε μπορούν να διαβούν ολοκληρωτικά. Πρόκειται για ένα δίκτυο σημείων ελέγχου που όλο και πυκνώνει, ένα σύνολο τειχών που όλο και περισσότερο υψώνεται, ένα σύμπλεγμα αποκλεισμών (αλλά και εγκλεισμών) που συνεχώς γιγαντώνεται. Το «δίκτυο» αυτών των φραγμών οργανώνεται από ένα στρατιωτικοποιούμενο μηχανισμό καταστολής και εκμετάλλευσης (αποτελούμενο από αστυνομία, στρατό, συνοριοφύλακες και λιμενικούς, μαφία, φασίστες, ντόπια και ξένα αφεντικά), ρατσιστικού στιγματισμού και διαχείρισης (ΜΜΕ και ΜΚΟ) που εργάζεται προς την κατεύθυνση κατασκευής και  διατήρησης μιας συνθήκης/ σύμβασης που θέλει τους μετανάστες αποκλεισμένους και διαχωρισμένους από το «εθνικό σώμα». Αυτός ο αποκλεισμός είναι ταυτόχρονα όμως και ο μόνος τρόπος για να ενταχθούν στο κοινωνικό σώμα: ως απολύτως υποτιμημένες υποστάσεις, στο μεταίχμιο μεταξύ παρανομίας- νομιμότητας, καταστολής- εγκλεισμού, οριακής επιβίωσης- θανάτου.
Ακόμα λοιπόν και όταν οι μετανάστες καταφέρουν να φτάσουν στο ελληνικό κράτος, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα σύνθετο πλέγμα καταστολής και διαχωρισμών. Το πλέγμα αυτό βασίζεται στο δίπολο παρανομοποίησης – πειθάρχησης. Οι μετανάστες πρέπει να μετατραπούν τόσο σε αντικείμενα όσο και σε υποκείμενα του φόβου.

Από την «παρανομοποίηση»…
Πάγια ρητορική των εκάστοτε κυβερνώντων αποτελούσε και αποτελεί το δόγμα της «εθνικής ενότητας», με βασικό κορμό της ιδεολογίας του τον κίνδυνο για την εθνική συνοχή και την ασφάλεια. Μέσω της καλλιέργειας ενός κλίματος φόβου και ανασφάλειας, το ελληνικό κράτος επιχειρεί να ελέγξει και να πειθαρχήσει κάθε πτυχή της ζωής και της εργασίας. Οι μετανάστες χρίζονται οι αποδιοπομπαίοι τράγοι, στα σώματα των οποίων ασκείται μια συνεχής τιμωρητική συμπεριφορά (βία, στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.α.). Την περίοδο της «οικονομικής κρίσης», οι μετανάστες υποδεικνύονται -τόσο από τον κυρίαρχο λόγο όσο και από τις προτεινόμενες πολιτικές- ως ο εύκολος στόχος: οι μετανάστες και όχι η οικονομική και κοινωνική πολιτική παρουσιάζονται ως οι υπεύθυνοι για την κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση, την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια σε ολόκληρη τη χώρα.
Η πολιτική αυτή στοχεύει στην «παρανομοποίηση» της ζωής και της υπόστασης των μεταναστών, στην διάχυση αλλά και την εσωτερίκευση του φόβου. Πρόκειται για μια στρατηγική που, συνεπικουρούμενη από τον διαρκή μιντιακό λόγο γύρω από το ζήτημα, επιβάλλει τη πανταχού παρουσία της αστυνομίας ως υποτιθέμενου αντεγκληματικού μηχανισμού και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος φόβου. Οι μετανάστες πρέπει να φαντάζουν ως τα επικίνδυνα υποκείμενα για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και την κοινωνική συνοχή εγείροντας τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά που συστηματικά καλλιεργούνταν στην κοινωνία και για το λόγο αυτό θα πρέπει να βρίσκονται διαρκώς υπό επιτήρηση και εξέταση. Έτσι, η εθνική και κρατική ενότητα επιτυγχάνεται ορίζοντας το περιεχόμενο της πολιτικής ως την εναντίωση στον «Άλλο», τον «ξένο», τον επικίνδυνο «εχθρό».
Η «ελληνική κοινωνία»  πρέπει όχι μόνο να μάθει αλλά και να δει, να πειστεί ότι οι «μετανάστες» είναι μια απειλή για «το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, τις δομές της δημόσιας υγείας, τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, όπως και την εθνική ασφάλεια της χώρας. Είναι μια βόμβα στα θεμέλια της χώρας και της ελληνικής κοινωνίας.», όπως περιληπτικά και με σαφήνεια δήλωνε κάποτε (21/3/2012) ο –τότε υπουργός «προστασίας του πολίτη»- Μ. Χρυσοχοΐδης. Αλλά και από την άλλη, οι ίδιοι οι μετανάστες πρέπει να ζουν υπό συνθήκες φόβου: υπό τον φόβο της καταστολής, του διαρκούς ελέγχου, της φυλάκισης, της βίας και της απέλασης.

… Στην πειθάρχηση της εργασίας
Η «παρανομοποίηση» των μεταναστών όμως φαντάζει χρήσιμη και λειτουργική για κράτος και αφεντικά και σε άλλα επίπεδα. Κυρίαρχα ανάμεσα σε αυτά είναι αφενός η ρύθμιση του εργασιακού καθεστώτος προς όφελος του κεφαλαίου και αφετέρου η πειθάρχηση και η καθυπόταξη όχι μόνο των μεταναστών αλλά και των «ντόπιων» εργατών.
Βάση αυτής της συνθήκης, οι μετανάστες, αντιμετωπίζονται ως το προνομιακό πεδίο πειραματισμού όσον αφορά την πειθάρχηση της εργασίας και εμπέδωσης της κυριαρχίας κράτους και αφεντικών. Εντός του «ευρωπαϊκού παράδεισου», οι μετανάστες, αναγκάζονται να δουλεύουν για μισθούς πείνας προς χάριν της «ανάπτυξης», με ένα μόνιμο και απτό εκβιασμό να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους (εγκλεισμός, απέλαση), με φασίστες και αστυνομικές δυνάμεις να εξασκούνται πάνω στα σώματά τους, με το ελληνικό κράτος να τους στοιβάζει στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσής του, χωρίς δικαιώματα και φωνή.
Η ουσία αυτής της πολιτικής βρίσκεται στο γεγονός πως κράτη και κεφάλαιο επωφελούνται στο έπακρο από την «παρανομοποίηση» των μεταναστών και στο επίπεδο της πειθάρχησης της εργασίας . Αυτό που θεωρητικά φαίνεται πρόβλημα είναι ουσιαστικά και η ίδια η λύση για τα αφεντικά. Οι υποτιμημένοι άντρες και οι υποτιμημένες γυναίκες αποτελούν την ιδανική πρώτη ύλη όχι μόνο ως φτηνό και εκμεταλλεύσιμο εργατικό δυναμικό, αλλά και ως παράδειγμα «προς γνώση και συμμόρφωση» των «ντόπιων» που αδυνατούν να ταυτιστούν με κάτι που προβάλλεται ως ξένο προς αυτούς, κάτι που θεωρείται ως μια μακρινή και μη οικεία κατάσταση.

Απέναντι στους επίπλαστους διαχωρισμούς ντόπιων και ξένων εργατών, προτάσσουμε την αναγκαιότητα για ταξική συνείδηση και ενότητα μεταξύ των καταπιεσμένων. Επιλέγουμε την συμπόρευση και όχι απλώς την αλληλεγγύη. Η στάση μας δεν προκύπτει από κάποιον -γενικό και αόριστο- ανθρωπισμό που αντιμετωπίζει τους μετανάστες σαν κάποιους «κακόμοιρους» και «αβοήθητους». Αντιθέτως, εκπορεύεται από τη πεποίθηση μας πως η υποτίμηση των ζωών των «από κάτω», που τόσο επιτακτικά και επιθετικά καλλιεργείται από τα αφεντικά και τα κράτη, είναι κοινό σημείο όλων των εκμεταλλευόμενων.

Αναρχική Συλλογικότητα Directiva “από τα κάτω”
Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Ιατρικής
Αναρχική Συλλογικότητα Οκτάνα

Leave a Reply

Your email address will not be published.